- οξυ-
- (ΑΜ οξυ-)α' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β' συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ-ρρινος, οξύ-ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ-τονος, οξύ-φωνος), τού έντονου, τού ισχυρού (πρβλ. οξυ-πόρφυρος, οξυ-ωπής), τού γρήγορου, τού εύκολου (πρβλ. οξυ-κίνητος, οξυ-μαθής, οξυ-πετής) ή τού όξινου (πρβλ. οξύ-γαλα, οξυ-λίπαρος, οξύ-πικρος). Το επίθ. εμφανίζεται ως α' συνθετικό και σε ορισμένους ξεν. όρους που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνεια (οξύγναθος, πρβλ. αγγλ. oxygnathous, οξυγόνο, πρβλ. γαλλ. oxygene).Σύνθ. με α' συνθετικό οξυ-: οξυάκανθα, οξυβόας, οξύγαλα, οξύγλυκος, οξυγώνιος, οξυδερκής, οξυήκοος, οξύηχος, οξύθυμος, οξύκεδρος, οξυκέφαλος, οξύμελι, οξυμυρσίνη, οξύμωρος, οξύνους, οξύπικρος, οξύπους, οξύπρωρος, οξυπύθμενος, οξυρεγμία, οξύρρινος, οξύρρυγχος, οξυτελής, οξύτονος, οξύτριχος, οξυφλεγμασία, οξύφυλλος, οξύφωνοςαρχ.οξυακουσίλογος, οξυαύγεια, οξύβαρις, οξυβελής, οξυβόλος, οξυβουλία, οξύγενυς, οξύγοος, οξυγράφος, οξύδουπος, οξυδρομεύς, οξυέθειρος, οξύζωμος, οξυηχής, οξυθάνατος, οξυθηγής, οξύθηκτος, οξυθρήνητος, οξύθριξ, οξυκαμπής, οξυκάρδιος, οξυκάρηνος, οξυκέλευθος, οξυκέρατος, οξυκίνητος, οξύκομος, οξύκρατον, οξυκώκυτος, οξυλαβής, οξυλάλος, οξυλίπαρος, οξυλιπής, οξυμαθής, οξύμηλον, οξυμελής, οξυμελίκρατον, οξυμέριμνος, οξυμήνιτος, οξύμολπος, οξυνοσία, οξυόστρακος, οξυπαγής, οξυπαθής, οξύπεινος, οξυπέπερι, οξύπετρος, οξυπευκής, οξύπληκτος, οξυπλήξ, οξυπόδης, οξυπόρος, οξύπτερος, οξύπυκνος, οξυπύνδαξ, οξυπώγων, οξυρεπής, οξύρριν, οξύρροπος, οξυσάκχαρον, οξυσιτία, οξύστερνος, οξύσχοινος, οξυτέλευτος, οξυτενής, οξυτόκιον, οξυτόμος, οξυτόρος, οξυτρίφυλλον, οξυτυρία, οξύφαγρος, οξυφαής, οξυφεγγής, οξύφθογγος, οξυφοίνικος, οξύφρων, οξύχειρ, οξύχολος, οξυωπής, οξυωπός, οξυώριοςαρχ.-μσν.οξυβλέπτης, οξυδρόμος, οξύκερως, οξυλάπαθον, οξυόδους, οξυπείνης, οξυπετής, οξύστομοςμσν.οξυδαφής, οξύβλαπτα, οξυθέριστος, οξυκέντητος, οξυκόρακος, οξυκόρυμβος, οξύκραμα, οξυκυάμια, οξύλαβος, οξύλευκος, οξύμορφος, οξυπολυφαγία, οξυπονία, οξυπόρφυρος, οξύπυγοςνεοελλ.οξυάντοχος, οξύαυλος, οξύκεντρος, οξυκόρυφος, οξύληκτος, οξύπλους, οξύπρυμνος, οξύσαγμος, οξυτόκος.
Dictionary of Greek. 2013.